- αλατοπαραγωγή
- ηη παραγωγή αλατιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατοπαραγωγή — η 1. παραγωγή αλατιού 2. η ποσότητα τού παραγόμενου αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + παραγωγή] … Dictionary of Greek